Saturday, June 10, 2006

ΉΤΑΝ ΔΥΟ ΘΡΙΑΜΒΟΙ!!!... (Burnt Festival – Day Two, 10.05.06)

Όπως όλα τα σωστά reviews συναυλιών, έτσι κι αυτό δεν μπορεί παρά να ξεκινήσει με τα παρελκόμενα του πράγματος και την αναφορά στην κοσμική συνάθροιση. Αν, μάλιστα, κάνουμε μια αποτίμηση σχετικά με την προσέλευση κοσμικών (sic) προσωπικοτήτων και για τις δύο βραδιές, μιλάμε ουσιαστικά για μια παρέλαση από celebrities του underground και του σχεδόν underground χώρου: ο Γιάννης Αγγελάκας με σύσσωμο το τρομερό παρεάκι των Επισκεπτών, ο κρητήκαρος Ψαρογιώργης, ο πολυκιθαρίστας Αχιλλέας Περσίδης, ο Πητερπάνος των In Gowan Ring (οι fans τον γνωρίζουν ως B’eirth), η Marissa Nadler, αστέρες δημοσιογράφοι του αθηναϊκού free press και free internet (Vallatos, Πυκνάδας, Κύριος Υλό κλπ.), κανονικοί δημοσιογράφοι (σε κανονικά έντυπα με κανονικό μισθό), στελέχη εταιρειών (Sonic Playground τουλάχιστον), myspaceικές περσόνες, μέλη των Liarbirds, των Matisse, των Gravitysays_i, των Robotatoes, των Pillow, των Modrec, των Mary & the Boy, σύσσωμοι οι My Wet Calvin, σύσσωμος ο Peekay Tayloh και άλλοι εκλεκτοί της αθηναϊκής μουσικής ομήγυρης... Σχεδόν σύσσωμο, παρευρέθη και το επιτελείο του Μικρού Μουσικού Θεάτρου (Πρόεδρος, Αντιπρόεδρος, Working-class-hero-Μαριλένα, Βιργινί, Τζώρτζης και φυσικά Θέμης-Nokalypse στον ήχο), μετρώντας μια μεγάλη και σημαντική απουσία, αυτή του Brutal Γιάννου (ο οποίος παρευρέθη σε άλλο καμμένο event αθλητικού τύπου). Και, φυσικά, πλήθος της alternativa ιντελλιγκέντσιας του λεκανοπεδίου, τίμησε με την παρουσία της τη διοργάνωση που άμεσα (από τις πρώτες νότες φάνηκε) προήχθη σε θεσμό.

Η ολοκληρωτική απεργία των μέσων μαζικής μεταφοράς δεν πτόησε κανέναν. Το Μικρό Μουσικό Θέατρο ήταν για δεύτερη συνεχή βραδιά ασφυκτικά γεμάτο. Με 6 ονόματα στο πρόγραμμα, ξέραμε ότι η νύχτα θα είναι μεγάλη. Και όμορφη. Και κάποιος έπρεπε να την αρχίσει φυσικά, μακριά από οποιεσδήποτε μικροαστικές συμβάσεις τύπου ‘support’ ή ‘headliner’. Η Βάσικ, χωρίς να μασήσει από απεργίες και άλλα κωλύματα, πήρε το ΚΤΕΛ από τη Θεσσαλονίκη αυθημερόν και ήρθε με το πελώριο ακορντεόν της για να μας παίξει (έστω και για λίγο) τις σκοτεινές μπαλάντες της. Παρ’ότι η προφορά των αγγλικών ξένιζε (αν και καθηγήτρια αγγλικών η ίδια), το γεγονός ότι το πίστευε και ήθελε πάνω απ’όλα να τραγουδήσει τα τραγούδια της και να το ζήσει, ήταν αρκετά για να μεταδώσουν τη γλυκύτητα πίσω από τις συνθέσεις και το παίξιμο. Αν και ιδιαίτερα σκοτεινή η ιδιοσυγκρασία της αρμονίας των τραγουδιών, η Βάσικ κατάφερε να δώσει την ώθηση που χρειαζόταν για να ξεκινήσει ζεστά η δεύτερη βραδιά του Burnt Festival. Όλα τα λεφτά ήταν το απροσδόκητο φινάλε του ‘No Chorus’ (όπως ακριβώς και στην ηχογράφηση με την οποία συμμετέχει στο Burnt Compilation).

Στη σκηνή ανέβηκαν, μετά από περίεργη και ιδιόμορφη καθυστέρηση (μπες-βγες, ωχ ξέχασα την κιθάρα μου, ωχ εγώ ξέχασα τις μπαγκέτες μου...) οι Bolek & Lolek, ένα απίθανο ντουέτο με τα όλα του, το πιο εκρηκτικό ίσως act του φεστιβάλ. Γεμάτοι ενέργεια όσο και τα περίφημα πολωνικά καρτούν (απλή συνωνυμία;...), θεώρησαν χρέος τους να ζεστάνουν (ή να κάψουν;) το κοινό μέχρι εκεί που δεν παίρνει. Με το ένα κομμάτι πιο δυνατό από το άλλο -σε αντικειμενική αλλά και εσωτερική ένταση- και μια υφέρπουσα punk διάθεση δοσμένη μέσα από ένα πολύ ιδιαίτερο φίλτρο ευγένειας και χιούμορ. Το playlist περιελάμβανε πέρα από τα δικά τους διαμαντάκια, διασκευή σε Police, ένα ρώσικο τραγούδι για τον πόλεμο, το γνωστό εβραϊκό ‘Hava Nageela’ (σε ένα πραγματικό και απίθανο encore!) και (ανείπωτες) υποσχέσεις για μελλοντικές διασκευές σε Judas Priest και Slayer! Μας έλειψε επίσης η διασκευή τους στο ‘Είμαι αετός χωρίς φτερά’, που πολλοί είχαμε θαυμάσει στον πάλαι ποτέ συναυλιακό χώρο Στουρνάρη.

Σειρά είχε το κιθαριστικό δίδυμο των Modrec, όπου για την περίσταση εμφανίστηκαν ξεχωριστά και απ’ό,τι φάνηκε υπήρχε λόγος. Σοβαρός. Πρώτος κατά σειρά, ο Palindrome παρέλαβε ένα ζεσταμένο για τα καλά κοινό και –παρ’ότι ξεκίνησε και γενικά κινήθηκε σε χαμηλές εντάσεις- δεν επέτρεψε στη διάθεση να χαλαρώσει και να αρχίσουν τα γκάπα-γκούπα στο μπαρ και τα πήγαινε-ελα. Με περισσή ευαισθησία (πσσσσς...) –μια ‘αίσθηση’ όπως θα συμπλήρωνε πιθανώς ο ίδιος- και πολύ περίτεχνες και στιβαρές μελωδίες πάνω από εξόχως elegant δαχτυλισμούς στην κιθάρα του, μας έδινε την εντύπωση πως ακούμε κάτι πολύ οικείο, αλλά και πολύ φρέσκο στα αυτιά μας. Μας έκανε να αναρωτηθούμε (και να αναθεωρήσουμε) σχετικά με το 50% -τουλάχιστον- των ξένων indie folk τραγουδοποιών που γίνονται διάσημοι στη χώρα μας, με το που βγάζουν το πρώτο τους 7ιντσο και οι οποίοι δεν κάνουν τίποτα άλλο από το να παίζουν το κρυφτούλι με το Bob Dylan (μήπως τους πετύχει σε καμία γωνία και τους ζητάει πνευματικά δικαιώματα...). Επίσης, (άθελά του βέβαια) παρέδωσε ένα βαρβάτο σεμινάριο στο γνωστικό αντικείμενο ‘το κυνήγι της γκόμενας’ (οι πιο καλλιεργημένοι ίσως να το αποκαλούσαν ‘έρωτα’). Σε αυτό συνετέλεσαν όλα: η κομψή του εμφάνιση, η διακριτική του παρουσία, τα ευγενικά του σχόλια, η αναγνώριση της μούσας του, το πολύ ευαίσθητο παίξιμό του και φυσικά το απόλυτο mission impossible που έβγαλε εις πέρας με μεγάλη επιτυχία: μια μοναδική εκτέλεση του ‘Hope There’s Someone’ των Antony & the Johnsons! Με ένα Radiohead cover και ένα uplifting δικό του (βάζοντας και το κοινό να βοηθήσει με complex patterns στα παλαμάκια!) μας αποχαιρέτισε, δημιουργώντας πια ένα άσχημο (γι αυτόν) προηγούμενο, καθ’ότι τόσο σε συναυλίες Modrec όσο και Night On Earth, πιθανώς να του ζητείται να ερμηνεύσει ως Palindrome!

Το ίδιο πιθανώς μπορεί να συμβεί και στον άλλο Modrec (γλιτώνει το Night On Earth part of subject), τον Spectralfire, ο οποίος ανέβηκε κι αυτός με χαλαρές διαθέσεις πάνω στη σκηνή, αλλά τραγούδι στο τραγούδι έφερε την ένταση εκεί που έπρεπε για να μείνει το κοινό πάλι με ένα αίσθημα ‘wow!’ (τι να’ναι αυτό άραγε;...). Οι πιο παραδοσιακοί τραγουδοποιοί αντιμετώπισαν ένα hi-tech σοκ, καθώς ο Spectralfire ενορχήστρωνε live τα τραγούδια του, προσθέτοντας (με τη βοήθεια των ποδιών του!...) επάλληλα layers φωνής, αλλά και κιθαριστικά μέρη. Με αύρα Κurt Cobain (sic), έμοιαζε να συνεχίζει με περισσή επιτυχία το σεμινάριο του προλαλήσαντα, προσφέροντάς μας αυτό που ο ίδιος είχε υποσχεθεί: ένα μεταμεσονύχτιο ηχητικό ρομάντσο. Κι εκεί που σχημάτιζες πια την εικόνα πως η βραδιά θα κυλούσε στο εξής μέσα στο μπαλαντοειδές γλυκερό κλίμα, ο Spectralfire, επιδεικνύοντας τρομερή αίσθηση του timing, κάλεσε στη σκηνή τον Κώστα των Modrec στα drums προκειμένου να διασκευάσουν υπέροχα το ‘Teardrop’ των Massive Attack. Και αντί να ρίξει πάλι τους τόνους, τόλμησε blues jam πάνω στο κλασικό ‘Hoochie Coochie Man’ καλώντας και τον μαϊντανό-πιανίστα Costinho των Night On Earth. Κατέβηκε από τη σκηνή αφήνοντας αρκετά κορίτσια δακρυσμένα, αλλά και όσους παρακολουθούν το αθηναϊκό συναυλιακό underground με μια αίσθηση πως το σύνολο που λέγεται Modrec κρύβει περισσότερα απ’όσα αποφασίζει να δείξει.

Η μικρούλα της παρέας, Μόνικα, αρχικά φάνηκε να μασάει από τους ενοχλητικούς θορύβους που της επιφύλασσε ως απρόσμενη έκπληξη η κιθάρα της. Ευτυχώς, ήταν και πάλι εκεί η κιθάρα του Προέδρου (όπως και πάντα είναι εκεί στα δύσκολα, υποστηρίζοντας από experimental παιχνίδια μέχρι την Dayna Kurtz), η οποία αποκατέστησε τη μοναδική τεχνική παραφωνία του φεστιβάλ. Η όλη βαβούρα και το χρονοτριβείο κόστισε στη Μόνικα -και σε μας- δύο κομμάτια λιγότερα. Λίγη σημασία είχε αυτό, βέβαια, καθώς το γλυκό της set, παρέα με τον Άρη στο τσέλο, δεν άφηνε χώρο για παραπάνω σκέψεις, πέρα από την αίσθηση πως είχαμε να κάνουμε με ένα όνομα που θα μας απασχολήσει για πολύ καιρό στο μέλλον. Κι αυτό γιατί φαίνεται πως η μικρή Μόνικα το έχει πιστέψει για τα καλά και θα ταλαιπωρεί (καλώς) τις χορδές τις δικές της, αλλά και της κιθάρας, για πολύ πολύ καιρό ακόμα. Κοινώς, η μικρή έχει όρεξη... Και ακριβώς αυτός είναι ο λόγος που δεν έχει και ιδιαίτερη σημασία να ξεχωρίσουμε κάποια στιγμή στο σύντομο (δυστυχώς) live-set της. Εμείς από τη μεριά μας, ανήκουμε σε εκείνους που θα περίμεναν από τη Μόνικα κάποια στιγμή στο μέλλον να παίξει τα τραγούδια της γυμνά από reverb και εφέ, να βγουν μπροστά οι συνθέσεις και όχι η ενορχήστρωση, να ξεχωρίσουν η φωνή και τα έγχορδα, απλά, καθαρά και καθάρια –όπως τα έχει συνθέσει και πρωτοπαίξει στο σπίτι της.


Τι να πει κανείς για τον The Boy... Δυνατός, συγκινητικός, εύθραυστος, υπερκινητικός, εκπέμποντας άλλοτε ένταση, άλλοτε ηρεμία, αλλά πάντα μια εκλεπτυσμένη ευγένεια, μας ταξίδεψε μέσα στα ‘God Damned Songs’ του, αλλά και τις εμπνευσμένες διασκευές -κομμάτια/θρύλους που θαρρείς πως τα’χει γράψει ο ίδιος. Με στόφα πραγματικού καλλιτέχνη, έδωσε μια απάντηση –αν και δεν ήταν στους σκοπούς τους- σε σχολιάκια του μουσικού τύπου δεξιά κι αριστερά που θέλουν την περίπτωσή του (όπως και αυτή των Mary & The Boy) να είναι κατασκεύασμα ή προστατευόμενη των δημοσιογράφων. Πραγματοποίησε το απόλυτο after live-set, κουβαλώντας όλη τη φόρτιση της βραδιάς και των ακουσμάτων που είχαν προηγηθεί. Αν και ποτέ δεν τέθηκε ζήτημα headliner σε αυτό το φεστιβάλ, ο The Boy εκείνη τη στιγμή έμοιαζε ως ο ιδανικός τραγουδοποιός-ερμηνευτής για να κλείσει με εξίσου δυνατό όσο και γλυκό feeling τη διοργάνωση. Η ώρα ήταν σχεδόν δύο και μισή και νόμιζες πως κανείς δεν ήθελε να φύγει αν δεν άκουγε και την τελευταία νότα, τον τελευταίο ψίθυρο, το τελευταίο κάτι (ποίηση...). Το στοίχημα είχε κερδιθεί. Οι Κάϊδερ είχαν εξαντληθεί και πάλι. Το ίδιο και τα Burnt Compilation CD’s. Το πρώτο Burnt Festival ήταν ήδη ιστορία. Το δεύτερο Burnt Festival ήδη συζητιόταν στους διαδρόμους.

0 Comments:

Post a Comment

<< Home